- μαγείρων
- μάγειροςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… … Dictionary of Greek
αρχιμάγειρος — και μάγειρας, ο (AM ἀρχιμάγειρος) ο επικεφαλής των μαγείρων … Dictionary of Greek
μαγειρείο — και μαγειρειό και μαγερειό, το (AM μαγειρεῑον, Α και μαγιρῑον και μαγιρέον, Μ και μαγειρειόν και μαγερεῑον) [μαγειρεύω] ο χώρος, το δωμάτιο όπου παρασκευάζονται τα φαγητά, η κουζίνα νεοελλ. 1. κατάστημα στο οποίο μαγειρεύονται και πωλούνται… … Dictionary of Greek
μούσωνες — Άνεμοι περιοδικοί, εποχικοί, όμοιοι περίπου με τις απόγειες και θαλάσσιες αύρες, από τις οποίες όμως διαφέρουν ως προς τα χαρακτηριστικά, την περιοδικότητα και την έκταση: πράγματι, αντί να αλλάζουν διεύθυνση μεταξύ ημέρας και νύχτας, όπως… … Dictionary of Greek
προγωνία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) ένδυμα μαγείρων … Dictionary of Greek
πρωτομάγειρος — ο, ΝΜ, και πρωτομάγερας και θηλ. πρωτομαγείρισσα και πρωτομαγέρισσα, Ν ο επικεφαλής τών μαγείρων, ο αρχιμάγειρος … Dictionary of Greek
Μελήσερμος — Αθηναίος σοφιστής που έγραψε σε δέκα βιβλία τα συγγράμματα Επιστολαί Εταιρών και Επιστολαί Μαγείρων, Στρατηγών, Συμποσιαστών και Γεωργών. Τα έργα αυτά δεν διασώθηκαν … Dictionary of Greek
αρχιμάγειρας — ο θηλ. ισσα ο προϊστάμενος άλλων μαγείρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)